Συνέχισε να περπατάς. ‘Oταν θα το καταλάβεις θα είσαι ήδη πεσμένος στο χώμα,σ’ αυτήν την άβολη θέση που κάθονται οι κούκλες. Αμέσως μετά ξεκίνα να σκέφτεσαι έντονα και πεισματικά τα ωφέλη που θα ‘χεις αν μείνεις εκεί στο χώμα.Μα ήδη οι σύντροφοι απομακρύνονται και η πληγή απέχει πολύ απ’ την εμφάνιση ενός καθαρού συναισθήματος,σίγουρα.
Πάνω που αποφασίζεις να σηκωθείς, πράγμα που γίνεται όλο και πιο δύσκολο, εμφανίζεται η περίπλοκη διαδικασία του να στηριχτείς με τα χέρια ή με τα γόνατα, όπου χρειαστεί, και να βάλεις το βαρύ σάκο σου στην πλάτη (είναι απλό να κουβαλήσεις το σπίτι σου στον ώμο, σου φτάνει ένα δίχτυ πλαστικό και μια αιώρα). Μα το σακίδιο επιμένει να κουβαλάει άλλα πράγματα, απίθανα: μερικά βιβλία με ποιήματα, κανένα ρούχο, καμιά παράταιρη κάλτσα, το γιατρικό για την Υφήλιο, φαγητό, καμιά υγρή κουβέρτα…Το φορτίο στο σύνολο του ζυγίζει τόνους (κυρίως μετά τις πρώτες ώρες περπατήματος) και γυρίζει στη λάσπη κάθε φορά που του ‘ρχεται η όρεξη, δηλαδή σχεδόν πάντα.
Τώρα πια, χελώνα με τα μούτρα στο χώμα, ακολουθεί η σκηνή κατά την οποία το ένα πόδι πατάει και το άλλο σηκώνεται, με την ανάλογη, φυσικά, αντίδραση των γονάτων. Ο ορίζοντας έτσι όλο και πλαταίνει και θα παραμείνει για πάντα ξένος. Με το βλέμμα στη Γη ξαναξεκινάς ως την επόμενη πτώση που θα πραγματοποιηθεί μόλις λίγα βήματα μετά. Και η ιστορία επαναλαμβάνεται…
από τις σημειώσεις του subcomandante Marcos
το είδα στους σχολιαστές χωρίς σύνορα
Δεν σκέφτεσαι καν την ιδέα να μείνεις εκεί όλη σου τη ζωή, με τη λάσπη να γεμίζει την ψυχή και το σακίδιο σου, έτσι φτάνει η στιγμή να σηκωθείς. Δύσκολη κατάσταση και με απρόβλεπτα αποτελέσματα. ‘Ισως να ‘ναι καλύτερα να συνεχίσεις να μένεις στη Γη και να σέρνεσαι λίγο λίγο, αλλά εκτός του ότι είναι ελαφρώς αντιαισθητικό, δεν είναι και πραγματοποιήσιμο (πίστεψε με το δοκίμασα).Θα υπάρχει πάντα κάποια κρυμμένη ρίζα ή κάποιο αγκάθι να σε κρατήσει, κι έτσι λοιπόν αρχίζεις και πάλι να σκέφτεσαι τις ανέσεις του να κάθεσαι στη λάσπη ακόμα και με τα κουνούπια, τα νταβάνια και τις μύγες.
Πάνω που αποφασίζεις να σηκωθείς, πράγμα που γίνεται όλο και πιο δύσκολο, εμφανίζεται η περίπλοκη διαδικασία του να στηριχτείς με τα χέρια ή με τα γόνατα, όπου χρειαστεί, και να βάλεις το βαρύ σάκο σου στην πλάτη (είναι απλό να κουβαλήσεις το σπίτι σου στον ώμο, σου φτάνει ένα δίχτυ πλαστικό και μια αιώρα). Μα το σακίδιο επιμένει να κουβαλάει άλλα πράγματα, απίθανα: μερικά βιβλία με ποιήματα, κανένα ρούχο, καμιά παράταιρη κάλτσα, το γιατρικό για την Υφήλιο, φαγητό, καμιά υγρή κουβέρτα…Το φορτίο στο σύνολο του ζυγίζει τόνους (κυρίως μετά τις πρώτες ώρες περπατήματος) και γυρίζει στη λάσπη κάθε φορά που του ‘ρχεται η όρεξη, δηλαδή σχεδόν πάντα.
Τώρα πια, χελώνα με τα μούτρα στο χώμα, ακολουθεί η σκηνή κατά την οποία το ένα πόδι πατάει και το άλλο σηκώνεται, με την ανάλογη, φυσικά, αντίδραση των γονάτων. Ο ορίζοντας έτσι όλο και πλαταίνει και θα παραμείνει για πάντα ξένος. Με το βλέμμα στη Γη ξαναξεκινάς ως την επόμενη πτώση που θα πραγματοποιηθεί μόλις λίγα βήματα μετά. Και η ιστορία επαναλαμβάνεται…
από τις σημειώσεις του subcomandante Marcos
το είδα στους σχολιαστές χωρίς σύνορα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου