Μεγάλωσα σε μια λαϊκή συνοικία στις αρχές της δεκαετίας του 1960.
Φτώχια δεν ένοιωσα και αυτό γιατί όλοι στην γειτονιά είμαστε φτωχοί και τηλεόραση δεν υπήρχε για να μας δείχνει τα καλά του πολιτισμού. Η αντίληψή μας για την κοινωνία έφθανε ως εκεί που έφθαναν τα αυτοσχέδια ποδήλατα μας, έως τις όμορες γειτονιές που και αυτές φτωχές ήταν.
Δώρα, ποτέ δεν παίρναμε και τα παιχνίδια μας ήταν αυτοσχέδια, κατασκευασμένα από διάφορα υλικά που μαζεύαμε κυρίως από την φύση. Η μόνη εξαίρεση, ήταν η πρώτη μέρα κάθε νέου χρόνου. Κάθε πρώτη του Γενάρη το πρωί, έβρισκα κάτω από το Χριστουγεννιάτικο δένδρο, ένα δώρο. Η χαρά μου ήταν μεγάλη και η μητέρα μου έλεγε ότι το έφερε ο Άγιος Βασίλης. Παρά την χαρά για το νέο μου απόκτημα, πάντα υπήρχε μια στεναχώρια, «Γιατί ένας ξένος να μου φέρνει δώρα και ο μπαμπάς μου; Γιατί ο πατέρας δεν μου έφερνε ποτέ ένα δώρο;» Πολλές φορές ρώτησα τον πατέρα μου, «μπαμπά, εσύ δεν μου έφερες δώρο;». Θυμάμαι τώρα πια καθαρά την προσπάθεια του να ψελλίσει κάτι με το κεφάλι ένοχα κατεβασμένο, μα η παρέμβαση της μητέρας ήταν καταλυτική, «σώπα εσύ μέρες που είναι»…
Καθώς μεγάλωνα, τα δώρα σταμάτησαν και ο Άγιος Βασίλης εξαφανίστηκε ανεξήγητα.
Τα χρόνια πέρασαν, μεγάλωσα, παντρεύτηκα και ήρθε η μέρα που έγινα πατέρας, ενός υπέροχου αγοριού… Την πρώτη πρωτοχρονιά της ζωής του, ήταν σχεδόν ενός έτους, έλεγε πια τα λογάκια του και εξέφραζε τα συναισθήματα του, καθώς έβλεπε την μαμά και τον μπαμπά, με γελάκια και αγκαλιές… Η χαρά μου ήταν μεγάλη, φέτος η οικογένεια μεγάλωσε, θα είχαμε ένα ακόμα μέλος στο σπίτι, και τι μέλος… Έτρεχα δυο μέρες στα μαγαζιά και έψαχνα τι δώρο θα του αγόραζα, ήθελα να είναι κάτι εντυπωσιακό, όμορφο και να μπορούσε να του δώσει την μέγιστη χαρά, θα ήταν άλλωστε το πρώτο πρωτοχρονιάτικο δώρο του. Του αγόρασα ένα πολύ όμορφο, πολύχρωμο, χειροποίητο, ξύλινο αεροπλανάκι. Το βράδυ της παραμονής της πρωτοχρονιάς, βάλαμε τα δώρα κάτω από το στολισμένο δένδρο θα τα ανοίγαμε το πρωί. Ξυπνήσαμε το πρωί με τις φωνούλες του μικρού, σηκωθήκαμε, πήραμε τον μικρό αγκαλιά και τρέξαμε στο σαλόνι, δίπλα στο στολισμένο χριστουγεννιάτικο δένδρο. Ξαφνικά, ακούω άναυδος την γυναίκα μου να λέει στον μικρό, «κοίτα, τι σου έφερε ο Άγιος Βασίλης»…
Αυτός ο γεροντάκος, με την άσπρη γενειάδα, την κόκκινη φορεσιά και το ηλίθιο γέλιο του, ξαναεμφανίστηκε στην ζωή μου μετά από πολλά χρόνια και μάλιστα με επιβλητικό τρόπο.
Μα καλά, λέω της γυναίκας μου, με αυτά τα παραμύθια θα μεγαλώσουμε το παιδί;
Έλα μωρέ, μου είπε, μέρες που είναι…
Την επόμενη πρωτοχρονιά, το παιδί είχε μεγαλώσει, ήταν δύο ετών και πια επικοινωνούσαμε μια χαρά. Ξυπνήσαμε το πρωί και τρέξαμε πάλι στο στολισμένο χριστουγεννιάτικο δένδρο, αυτή την φορά πρώτος έφθασε ο μικρός μας, κάθισε κάτω από το δένδρο και περιεργαζόταν με περιέργεια και αδημονία τα κουτιά με τα δώρα. «Για να δούμε τι σου έφερε ο Άγιος Βασίλης» ακούστηκε η φωνή της γυναίκας μου. Προσπάθησα να διαμαρτυρηθώ, «μην είσαι γκρινιάρης μέρες που είναι» ακούστηκε η φωνή της… Εντωμεταξύ ο μικρός είχε ανοίξει το δώρο του και το περιεργαζόταν ενθουσιασμένος. Ξαφνικά, γύρισε προς το μέρος μου και με το αφοπλιστικό του χαμόγελο με ρώτησε, «εσύ μπαμπά τι δώρο μου έφερες;».
Τότε, ήρθε στο νου μου ο πατέρας μου, τα μάτια του και το σκυμμένο κεφάλι του, τότε που μικρός και εγώ, του είχα κάνει την ίδια ερώτηση…
Πάλι αυτός ο ενοχλητικός γεράκος θα γινόταν τσάμπα μάγκας, με τον κόπο και τα χρήματα τα δικά μας…
Τότε, πήρα μια σημαντική απόφαση. Δεν θα άφηνα ποτέ ξανά κανέναν, να εκμεταλλευτεί και να οικειοποιηθεί τον κόπο μου, την χαρά μου, την ζωή μου…
Πήρα πια την απόφαση μου.
Φέτος θα σκοτώσω τον Άγιο Βασίλη…
Κώστας Μπιμπής
Πολύ καλό ρε μάγκα...
ΑπάντησηΔιαγραφήΧα χα νάσαι καλά .
ΑπάντησηΔιαγραφήΧρόνια πολλά και καλή χρονιά.