Μια 5ετία αρκεί στις τράπεζες για να επωφεληθούν από την ανάκαμψη της οικονομίας και στη συνέχεια να μας οδηγήσουν σε ένα νέο κραχ. Επομένως, τα μεγάλα χρονικά περιθώρια που δόθηκαν για την εφαρμογή της Βασιλείας ΙΙΙ συνεπάγονται πως οι υπουργοί Οικονομικών είτε είναι σίγουροι πως οι τράπεζες θα παραμείνουν προσεκτικές για πολύ - πολύ καιρό με τη θέλησή τους, είτε αμφιβάλλουν για την ευρωστία της ευρωπαϊκής οικονομίας και της πλειοψηφίας των ευρωπαϊκών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, άρα κατανοούν ότι η επιβολή νέων ενισχυμένων κεφαλαιακών απαιτήσεων θα τα οδηγούσε σε σοβαρά προβλήματα και θα είχε σημαντικό αρνητικό αντίκτυπο στο δανεισμό, πλήττοντας, έτσι, και την αδύναμη ευρωπαϊκή οικονομική ανάκαμψη.
Σε κάθε περίπτωση η Συμφωνία της Βασιλείας μοιάζει ως συμβιβασμός με εκείνους που ήθελαν την υιοθέτηση ακόμα πιο χαμηλών κεφαλαιακών απαιτήσεων και συμβιβάστηκαν εν τέλει με τα νούμερα που προκρίθηκαν, διασφαλίζοντας σε αντάλλαγμα ένα πολύ αργό χρονοδιάγραμμα για την εφαρμογή των νέων όρων.
Αλλά και τα ίδια τα νέα νούμερα δεν μπορούν να θεωρηθούν σε καμία περίπτωση ‘σκληρά’, όπως υποδεικνύει κι η ενίσχυση των τραπεζικών μετοχών. Γιατί ναι μεν ορισμένες γερμανικές και ισπανικές τράπεζες μπορεί να προσπαθήσουν να συμμορφωθούν με το νέο δείκτη βασικών εποπτικών κεφαλαίων Tier 1 7% άμεσα, αλλά ακόμη κι αν δεν καταφέρουν να πάνε πάνω από το 4.5% ως την 1η Ιανουαρίου του 2015, θα είναι μια χαρά συμμορφωμένες με τις ελάχιστες απαιτήσεις. Και μπορεί ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και της Επιτροπής Εποπτείας του Τραπεζικού Τομέα της Βασιλείας Ζαν Κλοντ Τρισέ να περιγράφει τους νέους κανόνες ως ‘θεμελιώδη ενίσχυση των παγκόσμιων προτύπων των τραπεζικών κεφαλαίων’, όμως αυτό το 4.5% δεν είναι και καμιά σπουδαία προφύλαξη ικανή να σε κάνει να νιώσεις ασφάλεια.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ωστόσο ότι οι υπουργοί Οικονομικών δεν έχουν ολοκληρώσει το έργο τους. Με βάση τις μέχρι στιγμής ανακοινώσεις, ζητούνται από τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα τελικά εποπτικά κεφάλαια 7% το 2019 και εξηγείται ότι αυτά θα περιλαμβάνουν έναν ελάχιστο δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας 4.5% και ένα ‘μαξιλάρι κεφαλαίων προφύλαξης’ 2.5% ‘για περιόδους οικονομικών και χρηματοπιστωτικών πιέσεων’. Τράπεζες και εποπτικές αρχές μπορεί να διαφωνούν ως προς τον ορισμό του τι συνιστά ‘πιέσεις’ αλλά είναι σαφείς ως προς τις συνέπειες: σε δύσκολες συγκυρίες οι τράπεζες θα ‘τρώνε’ από αυτά τα ‘μαξιλάρια ασφαλείας’, κι έτσι το κόστος θα το πληρώνουν οι μέτοχοι, από τη στιγμή που θα περιορίζονται οι μερισματικές πληρωμές.
Κάποιες τράπεζες ωστόσο θα υπαχθούν σε πιο αυστηρό καθεστώς. Πρόκειται για τις τράπεζες ‘συστημικής σημασίας’ στις οποίες θα επιβληθούν υψηλότερες κεφαλαιακές απαιτήσεις από τις ελάχιστες που ορίζει η Βασιλεία. Στην περίπτωση των λεγομένων ‘πολύ μεγάλων για να αφεθούν να καταρρεύσουν’ χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, οι υπουργοί Οικονομικών θα επιδιώξουν να βρουν τρόπους ώστε με τον ένα ή τον άλλο τρόπο σε περίπτωση χρεοκοπίας τους, να μην καταλήγουμε σε καταστροφή.
Κατά την συνάντηση των 20 πλουσιότερων οικονομιών του κόσμου που θα γίνει στη Σεούλ τον ερχόμενο Νοέμβριο, θα υπάρξουν συγκεκριμένες προτάσεις από την Επιτροπή της Βασιλείας και το Συμβούλιο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας για την αντιμετώπιση των τραπεζικών κολοσσών. Μέχρι να γίνουν γνωστές οι σχετικές λεπτομέρειες, οι πανηγυρισμοί των αγορών μετοχών για τη σχετικά περιορισμένη ενίσχυση των κεφαλαιακών απαιτήσεων των τραπεζών που μόλις ανακοινώθηκαν ίσως αποδειχτούν βιαστικοί. Μπορεί τότε να διαπιστωθεί πως ακόμη και οι τράπεζες που δεν αντιπροσωπεύουν συστημικό κίνδυνο, ίσως υποχρεωθούν να αυξήσουν τα κεφάλαια ασφάλειας τους άνω του 7%. Η Επιτροπή της Βασιλείας έχει επεξεργαστεί σχέδια για την επιβολή περαιτέρω απαιτήσεων κεφαλαίων ασφαλείας άνω του 2.5% στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, οι οποίες θα επιβάλλονται από τις εθνικές αρχές σε περίπτωση που οι τελευταίες θεωρήσουν ότι υπάρχει κίνδυνος υπερθέρμανσης της οικονομίας.
Αυτά τα ‘αντικυκλικά κεφάλαια ασφαλείας’ μπορεί να ζητηθούν σε ένα εγχείρημα για τον έλεγχο μιας φούσκας αξιών πριν σκάσει. Όπως το έθεσε η Επιτροπή της Βασιλείας όταν ανακοινώθηκε για πρώτη φορά η σχετική πρόταση πέρσι: «Η χρηματοπιστωτική κρίση μας έδειξε ότι οι ζημιές του τραπεζικού τομέα μπορούν να φτάσουν σε ακραία μεγέθη όταν μιας ύφεσης προηγείται μια περίοδος υπερβολικής πιστωτικής ανάπτυξης». Η ιδέα, επομένως, είναι όταν οι κυβερνήσεις και οι εποπτικές αρχές αντιλαμβάνονται μια τέτοια πιστωτική έκρηξη, να ζητούν από τις τράπεζες να βασίζονται περισσότερο στη ρευστότητά τους.
Οι εισηγητές της ιδέας καθιστούν σαφές ότι στόχος τους είναι να προστατέψουν το τραπεζικό σύστημα και όχι να χειραγωγήσουν τις τιμές των περιουσιακών στοιχείων. Αν όμως ο περιορισμός του δανεισμού έχει θετικό αντίκτυπο π.χ. στις τιμές των ακινήτων, το όλον πράγμα δεν θεωρείται ατυχές Η Επιτροπή της Βασιλείας θεωρεί ότι τέτοια ‘μαξιλάρια ασφαλείας’ είναι δυνατό να χρησιμοποιούνται μια φορά κάθε 10 ή 20 χρόνια αλλά οι μεγάλες διεθνείς τράπεζες ίσως νιώσουν συχνότερα τις επιπτώσεις τους, γιατί εκτίθενται σε διαφορετικές πιστωτικές αγορές με διαφορετικές εθνικές αρχές, δεν έχουν να κάνουν με την εθνική αρχή της έδρας τους και μόνο. Οι εποπτικές αρχές, από την άλλη μεριά, μπορεί να νιώσουν καλύτερα με αυτό το έξτρα εργαλείο που θα έχουν στη διάθεσή τους, ίσως όμως οι δύσκολοι υπολογισμοί που ενέχονται στη χρήση του δυσκολέψουν το έργο τους. Και προφανώς δεν θα είναι εύκολο να αποφασίσει κανείς ποια είναι η κατάλληλη στιγμή για να αναλάβει δράση. Ποτέ το πολύ γίνεται πληθωρικό; Τραπεζίτες και εποπτικές αρχές μπορεί να μη συμφωνούν ως προς την απάντηση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου